- τρέμω
- ΝΜΑ1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.)2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ)3. φοβάμαι πολύ για κάτι (α. «τρέμει μόλις τόν αντικρίζει» β. «τὰ δ' ἐκ θεῶν τρέμοντες», Σοφ.)4. ανησυχώ, αγωνιώ (α. «τρέμει για τον μοναχογιό της» β. «τρέμοντι τὸ μέλλον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέμω ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *tr-em- τής ΙΕ ρίζας *ter- «τρέμω, σπαρταρώ, σείομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. taralah «αυτός που σείεται, που ταράζεται») και αντιστοιχεί με τα: λατ. tremo «σείομαι, τρέμω», τοχαρ. Α' tram-, tarm- «τρέμω από οργή», βαλτ. tremiu «καταστρέφω, ταρακουνώ» και trimti «τρέμω». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ανάγεται το ουσ. τρόμος, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα με διπλασιασμό το ουσ. τέτραμος*. Το ρ. τρέμω, τέλος, και τα παράγωγά του αναφέρονται σε φόβο που προέρχεται από φυσικά και, λιγότερο, από ψυχολογικά αίτια].
Dictionary of Greek. 2013.